ὁμοεργής

German (Pape)

[Seite 334] ές, zusammenhandelnd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοεργής: -ές, ὁ συμπράττων, Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 2, σελ. 59Β, C, Ἱππόλ. 837Α.

Greek Monolingual

ὁμοεργής, -ές (ΑΜ)
αυτός που συμπράττει με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. ολοεργής].