ὁμούριος

English (LSJ)

Ionic for ὁμόριος.

German (Pape)

[Seite 341] ion. ὁμόριος, Callim. tr. 185.

Greek Monolingual

ὁμούριος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ομόριος.