τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
ὁμόριος και ιων. τ. ὁμούριος, -ον (Α) όμορος1. όμορος, γείτονας2. προσωνυμία του Διός («ὁμόριος Ζεύς»).