ὁππότερος

English (LSJ)

Epic for ὁπότερος.

German (Pape)

[Seite 363] ὁπποτέρωθεν, ep. = ὁπότερος, ὁποτέρωθεν, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὁππότερος: ὁπποτέρωθεν, Ἐπικ. ἀντὶ ὁποτ-.

English (Autenrieth)

whichever (of two).

Greek Monolingual

ὁππότερος, -έρα, -ον (Α)
(επικ. τ.) (αντων.) βλ. οπότερος.

Greek Monotonic

ὁππότερος: ὁπποτέρωθεν, Επικ. αντί ὁποτ-.