ὁρμιατόνος

English (LSJ)

ὁ, (ὁρμιά, τείνω) line fisher, line fisherman, fisherman, E.Hel.1615.

Greek Monolingual

ὁρμιατόνος, ὁ (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί την ορμιά, ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -τόνος (< τείνω)].

Russian (Dvoretsky)

ὁρμιᾱτόνος:рыболов Eur.