ὄδωδα

English (LSJ)

ὀδώδει, v. ὄζω.

German (Pape)

[Seite 295] perf. zu ὄζω.

French (Bailly abrégé)

v. ὄζω.

Russian (Dvoretsky)

ὄδωδα: pf. 2 (= praes.) к ὄζω.

Greek (Liddell-Scott)

ὄδωδα: ὀδώδει, ἴδε τὸ ῥῆμα ὄζω.

Greek Monotonic

ὄδωδα: ὀδώδει, παρακ. και γʹ ενικ. υπερσ. του ὄζω.