ὄμπνειος

English (LSJ)

f.l. for ὄμπνιος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 342] = ὄμπνιος, Hesych., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὄμπνειος: ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ ὄμπνιος.