1 ὄππᾱ, ὅππᾳ, v. ὅπη.2 ὄππᾰ, v. ὄμμα.
[Seite 363] ατος, τό, äol. = ὄμμα, Sapph. 2, 10. dor. poet. = ὅπα, ὅπη.
ὄππα: τό (dat. pl. ὀππάτεσσι) эол. = ὄμμα.