Aeolic for ὄζος, Sappho 4, 93.
ὄσδος: ὄσδω, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ ὄζος, ὄζω.
ὄσδος: ὄσδω, Δωρ. και Αιολ. αντί ὄζος, ὄζω.