ὄσκαλσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = σκάλσις, Thphr. HP 2.7.5.

German (Pape)

[Seite 396] ἡ, = σκάλσις, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὄσκαλσις: ἡ, = σκάλσις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5.