ὄτριχες

English (LSJ)

v. ὄθριξ. ὀτρύγη· χόρτος, καλάμη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 405] s. ὄθριξ.

Greek (Liddell-Scott)

ὄτρῐχες: ὀνομ. πληθ. τοῦ ὄθριξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄτριχας· ὁμοιότριχας».

English (Autenrieth)

(θρίξ), pl.: with like hair, like-colored, Il. 2.765†.

Greek Monotonic

ὄτρῐχες: ονομ. πληθ. του ὄθριξ.