ὄφελμα

English (LSJ)

(A), -ατος, τό, (ὀφέλλω B)
A increase, advantage, S.Fr.1079.

(B), -ατος, τό, (ὀφέλλω C) broom, Hippon.51, Eust.1887.34, Hsch. (pl.).

German (Pape)

[Seite 425] τό, Vermehrung, Vergrößerung, Förderung, Soph. frg. 926 bei Phot., der es αὔξημα erkl.; – der Kehrbesen und das damit Zusammengefegte, Kehricht, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὄφελμα: τό, (ὀφέλλω Β) αὔξημα, Σοφ. Ἀποσπ. 925. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄφελμα· αὔξημα, κάλυμμα, κάλλυντρον», καὶ «ὀφέλμασι· σαρώμασι».

Russian (Dvoretsky)

ὄφελμα: ατος τό приумножение, увеличение, расширение Soph.