ὄχευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, result of ὀχεία, the embryo, Arist.HA577a26, prob. cj. in Ph.2.506.

German (Pape)

[Seite 429] τό, die Bespringung, der Same selbst, Arist. H. A. 6, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ὄχευμα: τό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ὀχείας, τὸ ἔμβρυον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 23, 3.

Russian (Dvoretsky)

ὄχευμα: ατος τό результат оплодотворения, т. е. зародыш Arst.