ὅκα
English (LSJ)
Dor. for ὅτε, Ar.Lys.1251, SIG1 (Abu Simbel, vi B. C.), 241.145 (Delph.), Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene), Theoc.1.66; ἔστ' ὅκα· ἐνίοτε παρὰ Ταραντίνοις, Hsch.:—also ὅκκα (q.v.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. ὅτε.
Russian (Dvoretsky)
ὅκα: дор. = ὅτε I и II.
Greek (Liddell-Scott)
ὅκᾰ: Δωρ. ἀντὶ ὅτε, ὡς τὰ πόκα, τόκα ἀντὶ πότε, τότε, Ἀριστοφ. Λυσ. 1251, κτλ.· ὅκκᾰ, Μεγαρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, πρβλ. Θεόκρ. 1. 66, 87., 4. 21· - παρὰ Θεοκρ. 8. 68., 11. 22, ἔνθα ὅκκᾱ, ὁ Meineke προτείνει ὅκκαν, ὡς ἐν Θεαγ. Πυθαγορ. παρὰ Στοβ. σ. 8. 40.
Greek Monotonic
ὅκᾰ: ή ὅκκᾰ, Δωρ. αντί ὅτε, όπως πόκα αντί ποτέ, σε Αριστοφ. κ.λπ.