ὅρισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ὁρισμός, Gal.8.698, Hsch. s.v. προθεσμία.

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, das Festsetzen, Bestimmen, Erkl. von προθεσμία, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὅρισις: -εως, ἡ, = ὁρισμός, Ἡσύχ.