Ὀπτιλέτις

French (Bailly abrégé)

έτιδος (ἡ) :
propr. « la voyante » (Athéna).
Étymologie: ὀπτίλος.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀπτῐλέτις: -ιδος, ἡ, ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς, Πλουτ. Λυκοῦργος 11. ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 19.

Russian (Dvoretsky)

Ὀπτῐλέτις: ῐδος ἡ Оптилетида, «Видящая», «Зрящая» (эпитет Паллады-Афины) Plut.

German (Pape)

Ἀθηνᾶ, die sehende, nach Plut. Lycurg. 11 von ὀπτίλος, daher sie auch ὀφθαλμῖτις heißt.