ὑαλώδης

English (LSJ)

ὑαλῶδες, = ὑαλοειδής, of urine, Hp.Coac.146; χυμός Praxag. ap. Gal.6.509; of persons born on Sunday, prob. green, Anatolius in Cat.Cod.Astr. 8(3).188; ὑελώδης, Dsc.3.82 (as v.l.).

German (Pape)

[Seite 1168] ες, zsgzgn = ὑαλοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλώδης: -ες, = ὑαλοειδής, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 140, πρβλ. 173Ε· ὑελώδης, Διοσκ. 3. 86.

Greek Monolingual

-ες / ὑαλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ, και ὑελώδης, -ῶδες, Α ὕαλος / ὕελος
υαλοειδής
νεοελλ.
1. (βοτ.-μυκητ.) (σχετικά με δομή ή υφή) άχρωμος και διαφανής
2. φυσ.-χημ. άμορφος.