άμορφος
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμορφος, -ον)
αυτός που δεν έχει ορισμένη μορφή, σχήμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ωραία μορφή, δύσμορφος, άσχημος
2. ταπεινωτικός, ατιμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μορφή.
ΠΑΡ. αμορφία
αρχ.
ἀμόρφωτος, ἀμορφύνω, ἀμορφῶ].
Translations
formless
Bulgarian: безформен; Catalan: sense forma; Dutch: vormloos; French: sans forme, informe; Greek: άμορφος; Ancient Greek: ἀειδής, ἀΐδηλος, ἄμορφος, ἀνείδεος, ἄσαμος, ἄσημος, ἀσχημάτιστος; Ido: senforma; Latin: informis; Lithuanian: beformis; Polish: bezkształtny, bezpostaciowy; Spanish: sin forma; Swedish: formlös