ὑδαλέος

English (LSJ)

α, ον, (ὕδωρ) watery: hence, dropsical, Hp.Prorrh.2.2, Gal.7.213, 19.487.

German (Pape)

[Seite 1172] 1) wässerig. – 2) wassersüchtig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδαλέος: -α, -ον, (ὕδωρ) ὑδατώδης, ὑδρωπικός, Ἱππ. Προρρ. 84, Γαλην.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
1. υδατώδης
2. υδρωπικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδ- του ὕδωρ + κατάλ. -αλέος (πρβλ. μυδαλέος)].