ὑδνόφυλλον
English (LSJ)
τό, a herb said to grow over truffles and mark the spot where they are, Pamphil. ap. Ath.2.62d.
German (Pape)
[Seite 1172] τό, ein Kraut, das über den Trüffeln wachsen u. sie anzeigen soll, Ath. II, 62 f.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδνόφυλλον: τό, «ὑδνόφυλλον δέ φησι Πάμφιλ. ἐν γλώσσαις τὴν φυομένην τῶν ὕδνων ὕπερθε πόαν, ἀφ’ ἧς τὸ ὕδνον γινώσκεσθαι» Ἀθήν. 62D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδνόφυλλον· ἡ ἐπὶ τοῖς ὕδνοις φυομένη πόα».
Greek Monolingual
τὸ, Α
είδος πόας που φύεται πάνω από τα ύδνα δηλώνοντας έτσι το σημείο όπου αυτά βρίσκονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + φύλλον.