ὑδρίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ὑδρία, IG22.1424a274, Inscr.Delos1442B18 (ii B. C.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. του υδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρία + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κηπίδιον)].