ὑδρευτής

English (LSJ)

ὑδρευτοῦ, ὁ, drawer of water, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1173] ὁ, der Wasserschöpfer, Wässerer, Begießer (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀντλῶν ὕδωρ, ἀντλητής, ποτιστής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ὑδρεύω
αυτός που αντλεί νερό, ἀρδευτής.