ποτιστής

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιστής Medium diacritics: ποτιστής Low diacritics: ποτιστής Capitals: ΠΟΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: potistḗs Transliteration B: potistēs Transliteration C: potistis Beta Code: potisth/s

English (LSJ)

ποτιστοῦ, ὁ, one who gives to drink, Aq.Ge.40. 5.

German (Pape)

[Seite 690] ὁ, der Tränkende, Einschenkende, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων ὕδωρ πρὸς ποτισμόν, ὁ ποτίζων, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ ποτίζω
αυτός που παρέχει νερό, που ποτίζει
νεοελλ.
αρδευτικό αυλάκι.