ὑδρευτικός
English (LSJ)
ὑδρευτική, ὑδρευτικόν, of or for watering, ὄργανα Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑδρευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑδρευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό δίκτυο»)
2. ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για ύδρευση
αρχ.
αρδευτικός.