ὑδροδόκος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1173] od. -δόχος, Wasser aufnehmend, haltend; Sp., wie Schol. Theocr. 13, 46; Nonn. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροδόκος: (ἢ -δόχος), ον, ὁ δεχόμενος ἢ περιέχων ὕδωρ, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 36· «ὑδροδόκοι· λάκκοι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. ὑδροδόχος.