ὑδροκιρσοκήλη
English (LSJ)
ἡ, aneurysm of the vessels of the testicles, Gal.19.448.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροκιρσοκήλη: ἡ, ἀνευρυσμὸς τῶν ἀγγείων τῶν κατὰ τοὺς ὄρχεις καὶ συλλογὴ ὑγροῦ κατά τι μέρος τοῦ ὀσχέου, Γαλην. τ. 19, σ. 448, § υκη΄.
Greek Monolingual
η / ὑδροκιρσοκήλη, ΝΑ
ιατρ. κιρσοκήλη με υδροκήλη, ανεύρυσμα τών αγγείων τών όρχεων και συλλογή υγρού σε τμήμα του οσχέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κιρσοκήλη.