ὑδροπαγής
English (LSJ)
ὑδροπαγές, icy, Emp. in Vorsokr.3ip.209.
Greek Monolingual
-ές, Α
παγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφοπαγής].
ὑδροπαγές, icy, Emp. in Vorsokr.3ip.209.
-ές, Α
παγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφοπαγής].