ὑμενήϊος

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, epithet of Dionysus, AP9.524.21.

German (Pape)

[Seite 1178] ὁ, Beiwort des Bacchus als eines Freudengottes, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 21).

Greek Monolingual

ὁ, Α
προσωνυμία του Διονύσου ως θεού της χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑμήν, -ένος + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].

Greek Monotonic

ὑμενήϊος: ὁ (Ὑμήν), επίθ. του Βάκχου, Διονύσου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμενήϊος: ου (ῠ) ὁ бракосочетающий (эпитет Диониса) Anth.