ὑπάκοος

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάκοος: -ον, = ὑπήκοος, Ἐπιγρ. Παντικαπαίου ἔκδ. Ἰούργεβιτς, ἐν Ὀδησσῷ 1880 (ῥωσιστί).