ὑπήκοος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ὑπήκοον, (ἀκοή)
A hearkening, ἀμφοτέροισι perhaps answering with both gifts, AP9.46 (Antip. Thess.); a hearer, scholar, Poll.4.44, Iamb. VP26.121.
II obeying, subject, c. gen., Πέρσας Μήδων ὑπηκόους ἐποίησε Hdt.1.102, cf. 4.167,7.111,149, A.Pers.234,242 (both troch.), Th.4.78,6.20, etc.; ὑ. τῶν νόμων Arist.EN1102a10.
2 c. dat., E. Heracl.287, X.Cyr.2.4.22; ἅπαντα τῷ πλουτεῖν ὑπήκοα Ar.Pl.146; γλῶττα ὑ. τῷ λογισμῷ Plu.2.90b; also ναυσὶ καὶ οὐ φόρῳ ὑ. liable to furnish.. (cf. ὑποτελής), Th.7.57; τροφὴ ὑ. τῇ πέψει easy of digestion, Plu.2.661b; ὕλη ὑπήκοος = phlegm easily brought up, Steph. in Hp.1.181 D.
III abs. as substantive, ὑπήκοοι, οἱ, subjects, X.HG4.1.36, etc.; ἡ ὑπήκοος (sc. χώρα) D.C.36.53; τὸ ὑπήκοον = οἱ ὑπήκοοι, τὸ ὑπήκοον τῶν ξυμμάχων Th.6.69, cf. D.C.37.25, etc.; the subject allies of Athens were called ὑπήκοοι, opp. αὐτόνομοι, Th.7.57, cf. 6.22, 8.2.
German (Pape)
[Seite 1205] darauf hörend, zuhörend, subst. der Zuhörer, Schüler, Iambl. u. a. Sp. – Dah. gehorchend, gehorsam, τινός, πᾶσα γὰρ γένοιτ' ἂν Ἑλλὰς βασιλέως ὑπήκοος Aesch. Pers. 230; Ch. 302; Her. 1, 102. 4, 167; Thuc. 4, 78; ἀρχόντων Plat. Rep. VIII, 549 a, u. öfter, wie Folgde; auch τινί, Eur. Heracl. 288; Xen. Cyr. 2, 4, 22; ὑπήκοα πάντα τῷ πλουτεῖν Ar. Plut. 146; ὑπήκοόν τινα λαβεῖν Isocr. 5, 21; bes. tributpflichtig, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 363. In Athen hießen so die unterwürfigen Bundesgenossen im Gegensatz der αὐτόνομοι, Böckh Ath. Staatshh. I p. 433.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui prête l'oreille à ; obéissant, docile, soumis à, gén. ou dat. ; ὑπήκοον ποιεῖν τινα HDT soumettre qqn à son autorité ; οἱ ὑπήκοοι les sujets à Athènes ; τὸ ὑπήκοον THC la partie sujette (des alliés).
Étymologie: ὑπακούω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπήκοος:
I
1 внимающий, внемлющий (τινι Anth.);
2 послушный, покорный (ὑ. τινος Her., Aesch., Thuc., Arst. и ὑ. τινι Eur. etc.): ὑ. εἰς πάντα NT послушный во всем; ὑπήκοόν τινά τινος ποιεῖν Her. покорять кого-л. кому-л.; τροφὴ ὑ. τῇ πέψει Plut. удобоваримая пища.
II ὁ подданный Thuc., Xen.: ναυσὶ καὶ οὐ φόρῳ ὑπήκοοι Thuc. подданные, обязанные поставлять корабли, но не платить налоги.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ὁ ἀκούων τινός, ὁ προσέχων τινί, Ἄρτεμις ἀμφοτέροισιν ὑπήκοος Ἀνθ. Παλατ. 9. 46· - ἀκροατής, μαθητής, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 121, Πολυδ. Δ΄, 44. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὑπήκοος, εὐπειθής, ὑποτασσόμενος εἴς τινα, μετὰ γεν. Πέρσας Μήδων ὑπηκόους ἐποίησεν Ἡρόδ. 1. 102, πρβλ. 4. 167., 7. 111, 149, Αἰσχύλ. Πέρσ. 234, 242, Θουκ., κλπ.· ὑπ. τῶν νόμων Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 2. 2) μετὰ δοτ. Εὐρ. Ἡρακλ. 287 (ἔνθα ἴδε Elmsl.), Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 4, 22· ἅπαντα τῷ πλουτεῖν ὑπήκοα Ἀριστοφ. Πλ. 146 - οὕτω δὲ συνηθέστατα παρὰ τοῖς μεταγεν.· παρὰ Θουκ. εὕρηται ὑπ. τινὸς 4. 78., 6. 20· ἀλλά, ναυσὶ καὶ φόρῳ ὑπήκοσι, ὑποχρεωμένοι νὰ παρέχωσι πλοῖα καὶ νὰ τελῶσι φόρον (πρβλ. ὑποτελής), 7. 57· τροφὴ ὑπ. τῇ πέψει, εὔπεπτος, Πλούτ. 2. 661Β. ΙΙΙ. ἀπολ., ὡς οὐσιαστ. ὑπήκοοι, οἱ, Θουκ., Ξεν., κλπ.: ἡ ὑπήκοος (δηλ. χώρα) Δίων Κάσσ. 36. 19· τὸ ὑπήκοον, = οἱ ὑπήκοοι, τὸ ὑπ. τῶν ξυμμάχων Θουκ. 6. 69, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 37. 25, κλπ.· - ἰδίως οἱ ὑποτεταγμένοι σύμμαχοι τῶν Ἀθην. ἐκαλοῦντο ὑπήκοοι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς αὐτονόμους, Θουκ. 7. 57, πρβλ. 6. 22., 8, 2, Böckh Ρ. Ε. 2. 141. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 276.
English (Strong)
from ὑπακούω; attentively listening, i.e. (by implication) submissive: obedient.
English (Thayer)
ὑπηκον (ἀκοή; see ὑπακούω, 2), from Aeschylus and Herodotus down, giving ear, obedient: εἰς πάντα, 2 Corinthians 2:9.
Greek Monolingual
ο, η / ὑπήκοος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπάκοος, -ον, Α
1. αυτός που υπόκειται στην εξουσία ενός κράτους ή ενός ηγεμόνα (α. «τους υπέταξε και τους έκανε υπηκόους του» β. «Πέρσας Μήδων ὑπηκόους ἐποίησε», Ηρόδ.)
2. αυτός που ακολουθεί πιστά τις εντολές κάποιου, ο αφοσιωμένος σε κάποιον, ευπειθής, υπάκουος (α. «πιστός υπήκοος του Συντάγματος» β. «ἵν' ὅπερ ἂν ἐκεῖνοι παραγγέλλωσι, τοῦτο ὑπὸ τῶν ὑπηκόων παραφυλάσσηται», Κωνστ.- γ. «ὑπήκοοι τῶν νόμων», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) άτομο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους, πολίτης ενός κράτους (α. «Έλληνας υπήκοος» β. «Γάλλος υπήκοος»)
2. (πολιτ. ιστορ.) (κατά την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας στην Ευρώπη) μέλος κράτους το οποίο τελούσε υπό την εξουσία μονάρχη
μσν.
φρ. «εἰς ὑπήκοον» — με τρόπο που να ακούν και άλλοι
μσν.-αρχ.
1. ευήκοος, αυτός που ακούει προσεχτικά και με ευμένεια κάποιον («Ἄρτεμις ἀμφοτέροισιν ὑπήκοος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπήκοος·μαθητής, ακροατής
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπήκοοι
οι σύμμαχοι τών Αθηναίων που δεν είχαν αυτονομία, υποτελείς («oἱ μὲν ὑπήκοοι, οἱ δ' ἀπὸ συμμαχίας αὐτόνομοι», Θουκ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπήκοος·η χώρα την οποία εξουσιάζει κάποιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπήκοον
το σύνολο τών υπηκόων
4. φρ. α) «ναυσὶ καὶ φόρῳ ὑπήκοοι» — υποχρεωμένοι να παρέχουν πλοία και φόρους (Θουκ.)
β) «τροφὴ ὑπήκοος τῇ πέψει» — εύπεπτη τροφή (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ήκοος (< ἀκοή), πρβλ. ἐπ-ήκοος, κατ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὑπήκοος: -ον (ἀκοή),
I. αυτός που ακούει, αυτός που προσέχει σε, τινι, σε Ανθ.
II. 1. υπάκουος, πειθαρχημένος, υφιστάμενος, με γεν., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.
2. με δοτ. πράγμ., ναυσὶν ὑπήκοοι, υποχρεωμένοι να παρέχουν, να δίνουν, να χορηγούν πλοία, σε Θουκ.
III. απόλ., ως ουσ., ὑπήκοοι, οἱ, υποτελείς, στον ίδ. κ.λπ.· ἡ ὑπήκοος (ενν. χώρα)· τὸ ὑπήκοον = οἱ ὑπήκοοι, στον ίδ.
Chinese
原文音譯:Øp»kooj 虛普誒枯士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:在下-聽見了 相當於: (מַס)
字義溯源:留心傾聽,順從,順服,聽從;源自 (ὑπακούω)=聽從;由 (ὑπό)*=被) 與 (ἀκουστός / ἀκούω)*=聽見) 組成。參讀 (ἀκουστός / ἀκούω)同義字,同源字
出現次數:總共(3);徒(1);林後(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 順服的(1) 腓2:8;
2) 順服(1) 林後2:9;
3) 聽從(1) 徒7:39
English (Woodhouse)
obedient, subject, subordinate, in subjection to, subject to the power of any one, subject to, under control, under the thumb of
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὑπακούω → ὑπό + ἀκούω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
subditus, subject, subordinate, 1.8.3, 1.13.6, 1.15.2. 1.35.3. 1.77.2. 1.77.5, 1.117.3. 2.23.3. 2.41.3, 2.63.3, 2.99.2, 2.101.2. 3.102.2. 4.78.6. 4.108.3, 5.29.1, 5.33.1. 5.91.1. 5.96.1. 6.20.2. 6.21.2. 6.22.1. 6.43.1. 6.84.2. 6.88.4. 7.20.2. 7.28.4. 7.57.3. 7.57.4. 7.57.47.5.1, 7.63.3. 8.2.2. 8.3.1. 8.64.1. 8.64.18.5.1. 8.68.4.
Neutr. subst., neuter substantive 4.99.1, 6.69.3.
Translations
subject
Arabic: رَعِيَّة; Armenian: ենթակա; Belarusian: падданы, падданая; Bulgarian: поданик, поданица, поданичка; Catalan: súbdit; Chinese Cantonese: 臣民; Mandarin: 臣民; Czech: poddaný, poddaná; Danish: undersåt; Dutch: onderdaan, onderdane; Esperanto: subulo; Estonian: alam; Finnish: alamainen; French: sujet; Galician: súbdito; German: Untertan, Untertanin; Greek: υπήκοος, υπεξούσιος; Hebrew: נָתִין; Hungarian: állampolgár; Icelandic: þegn; Italian: suddito; Japanese: 臣民; Khmer: ប្រជានុរាស្ត្រ; Korean: 신하(臣下), 백성(百姓), 신민(臣民); Latin: subiectus; Macedonian: поданик, поданица; Maori: pononga; Norwegian Bokmål: undersått; Nynorsk: undersått; Old English: hīeremann; Polish: poddany pers, poddana; Portuguese: súdito; Russian: подданный, подданная; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀данӣк, по̀даница; Roman: pòdanīk, pòdanica; Slovak: poddaný, poddaná; Slovene: podanik, podanica; Spanish: súbdito; Swahili: raia; Swedish: undersåte; Tibetan: མངའ་ཞབས, མངའ་འབངས; Turkish: tebaa; Ukrainian: підданий, піддана, підданець; Urdu: رعایا; Volapük: reigäb, hireigäb, jireigäb; Welsh: deiliad