ὑπέρζεσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, boiling over, Arist.Pr.936b1, Theol.Ar.27.

German (Pape)

[Seite 1195] εως, ἡ, das übermäßige Kochen, Überkochen, Arist. probl. 24 b.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρζεσις: εως ἡ вскипание, кипение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρζεσις: -εως, ἡ, ὑπερβάλλουσα ζέσις, ὑπέρμετρον βράσιμον, Ἀριστ. Πρβλ. 24. 6, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, ΜΑ ὑπερζέω
μσν.
(σχετικά με ψυχικά πάθη) υπερβολική ένταση, μεγάλη έξαψη
αρχ.
παραβράσιμο.