έξαψη

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔξαψις) εξάπτω
1. θέρμανση, καύση («τυρὸς σιτίων ἔξαψιν ποιήσει», Ιπποκρ.)
2. ένταση, διέγερση, αγανάκτησηέξαψη τών παθών»)
νεοελλ.
ιατρ. αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που έρχεται απότομα και παροδικά και συνοδεύεται από ερυθρότητα
μσν.
φωταψία, φωτοχυσία
αρχ.
εξάρτηση.