ὑπέρπλεος

English (LSJ)

ὑπέρπλεον, = ὑπέρπλεως, abundant, Tz.H.8.652; additional, μηδὲν λάβῃς ὑ. BGU412.20 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπλεος: -ον, = ὑπέρπλεως, ἄφθονος, Τζέτζ. Ἱστ. 8, 654 τὸ ὑπέρπλεον, τὸ περίσσευμα, Εὐστ. Πονημ. σ. 201. 80.

Greek Monolingual

-ον, Μ
βλ. ὑπέρπλεως.