περίσσευμα
Contents
English (LSJ)
Att. περίττευμα, ατος, τό, A superfluity, Orib.22.7.1; that which remains over, κλασμάτων Ev.Marc.8.8; abundance, opp. ὑστέρημα, 2 Ep.Cor.8.14; ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ Ev.Matt.12.34. II = περίσσωμα, excrement, Sor.1.108, f.l. in Plu.2.962f.
German (Pape)
[Seite 592] τό, att. περίττευμα, περίσσωμα, N. T.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
excrément;
NT: excès ; abondance ; surplus, reste.
Étymologie: περισσεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίσσευμα -ατος, τό Ion. voor περίττευμα.
Russian (Dvoretsky)
περίσσευμα: атт. περίττευμα, ατος τό
1 остаток NT;
2 излишек, избыток Arst., NT;
3 Plut. = περίσσωμα.
English (Strong)
from περισσεύω; a surplus, or superabundance: abundance, that was left, over and above.
English (Thayer)
περισσεύματος, τό (περισσεύω);
1. abundance, in which one delights; opposed to ὑστέρημα, Eratosthenes, Plutarch).
2. what is left over, residue, remains: plural Mark 8:8.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ και περίσσεμα Ν και αττ. τ. περίττευμα, Α, περισσεύω
1. καθετί που περισσεύει, το πλεόνασμα, η ποσότητα που περισσεύει, που υπολείπεται, που μένει ως κατάλοιπο (α. «περίσσευμα του προϋπολογισμού» β. «ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν περισσεύματα κλασμάτων», ΚΔ)
2. περίσσεια, αφθονία, ξεχείλισμα, σε αντίθεση με το υστέρημα («ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας το στόμα λαλεῖ», ΚΔ)
αρχ.
περίττωμα, αφόδευμα, κοπριά, αποπάτημα.
Greek Monotonic
περίσσευμα: Αττ. -ττευμα, -ατος, τό, αυτό το οποίο περισσεύει, πλεόνασμα, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
περίσσευμα: Ἀττ. -ττευμα, τό, τὸ περισσόν, τὸ περισσεῦον ὑπόλοιπον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 259· τὸ ὑπολειπόμενον, κατάλοιπον, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η´, 8· ἀφθονία, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ´, 34, Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η´, 14. ΙΙ. = περίσσωμα, περίττωμα, Πλούτ. 2. 962Ε, πρβλ. 910C.
Middle Liddell
περίσσευμα,
that which remains over, abundance, NTest.
Chinese
原文音譯:per⋯sseuma 胚里修馬
詞類次數:名詞(5)
原文字根:周圍(超越)
字義溯源:剩餘,剩下,充滿,富餘;源自(περισσεύω)=充足有餘);而 (περισσεύω)出自(περισσός)=極多的), (περισσός)出自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍,有關), (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἁδρότης)同義字
出現次數:總共(5);太(1);可(1);路(1);林後(2)
譯字彙編:
1) 所充滿的(2) 太12:34; 路6:45;
2) 富餘(2) 林後8:14; 林後8:14;
3) 剩餘的(1) 可8:8