see ὑπερέχω.
ὑπέρσχῃ: -σχοι, γʹ ενικ. υποτ. και ευκτ. αόρ. βʹ του ὑπερέχω.
ὑπέρσχῃ: эп. 3 л. sing. aor. 2 conjct. к ὑπερέχω.