ὑπερέχω

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερέχω Medium diacritics: ὑπερέχω Low diacritics: υπερέχω Capitals: ΥΠΕΡΕΧΩ
Transliteration A: hyperéchō Transliteration B: hyperechō Transliteration C: yperecho Beta Code: u(pere/xw

English (LSJ)

Ep. ὑπειρέχω Thgn. (v. infr. 1.2):
A Ep. impf. ὑπείρεχον Il.2.426: aor. ὑπερέσχον, and in poet. form -έσχεθον, 11.735,24.374: fut. -έξω PCair.Zen.60.6 (iii B. C.), Hsch.:—hold over, σπλάγχνα.. ὑπείρεχον Ἡφαίστοιο held them over the fire, Il.2.426; μου τὸ σκιάδειον ὑπέρεχε Ar.Av.1508; ἡμῶν ὑπερεῖχε τὴν χύτραν Id.Eq.1176; ὑπερέχοντα τὸν αὐλὸν τῆς θαλάσσης holding it up out of the sea, Arist.HA 537b1.
2 ὑ. χεῖρά (χεῖράς) τινος hold one's hand over him, so as to protect, μάλα γάρ ἑθεν εὐρύοπα Ζεὺς χεῖρα ἑὴν ὑπερέσχε Il.9.420, 687; τις.. ἐμεῖο θεῶν ὑπερέσχεθε χεῖρα 24.374; Ζεὺς τῆσδε πόληος ὑπειρέχοι.. χεῖρα Thgn.757; so πόλεως ἵν' ὑπερέχοιεν ἀλκάν A.Th.215 (lyr.), cf. Fr.199.7: c. dat. pers., οἱ.. ὑπείρεχε χεῖρας Ἀπόλλων Il. 5.433; αἴ κ' ὔμμιν ὑπέρσχῃ χεῖρα Κρονίων 4.249, cf. Od.14.184.
3 hold above, ὑ. τὸ ῥύγχος, ὅπως ἀναπνέῃ, of the dolphin, Arist.HA589b11, cf. 566b15, 599b27, al.; ὑ. ὀφρύν elevate, AP5.298 (Agath.).
II intr., to be above, rise above the horizon, εὖτ' ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος Od.13.93; αὐτῆς [Αἰγύπτου] εἶναι οὐδὲν ὑπερέχον no part of it was above water, Hdt.2.4; ὕδωρ,.. ὃ μόλις ὑπερέχοντες ἐπεραιώθησαν which they crossed, with their heads only just above it, Th.3.23; ἕψεται ἄχρι ἂν ὑπερέχῃ τὸ ὕδωρ till it sticks out above the water, Dsc.3.7; but ἐπιχέας ὕδωρ ὥστε ὑπερέχειν till it covers (sc. the contents of the vessel), Id.5.87; τὸ κέρας τὸ ἕτερον ἢ καὶ ἀμφότερα ὑπερέχοντα projecting above the ground, Hdt.2.41; γεῖσον.. ὑπερέχον τρία ἡμιπόδια projecting a foot and a half, IG22.1668.34, cf. 7.3073.71 (Lebad., ii B.C.): c. gen., ὑπερέσχεθε γαίης rose above, overlooked the earth, Il.11.735; ὄμμ' ὑπερσχὸν ἴτυος E.Ph.1384; [σταυροὺς] οὐχ ὑπερέχοντας τῆς θαλάσσης Th.7.25; σκεύη ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου Pl.R. 514c, cf. X.An.3.5.7; ὤφθη.. ὁ δεξιὸς ὀφθαλμὸς ὑπερέχειν θατέρου παμπόλλῳ δή τινι Gal.18(2).301.
2 overtop, be prominent above, στάντων μὲν Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, i.e. stood (head and) shoulders above them, Il.3.210; ὅκως τινὰ ἴδοι τῶν ἀσταχύων ὑπερέχοντα Hdt.5.92.ζ, cf. Arist.Pol.1284a37; φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα πάντα κολούειν Hdt.7.10.έ, cf. X.Cyr. 6.2.17; ὁ πρῶτος ὅρος ὑ. τοῦ δευτέρου.. μέρει by the fraction by which the first term exceeds the second, Archyt.2: τὸ ὑπερέχον the excess, Dioph.1.6.
3 in military phrase, outflank, τῶν πολεμίων ὑ. τῷ κέρατι X.HG4.2.18, cf. Th.3.107.
4 metaph., c. acc., overtop, excel, outdo, βροτῶν πάντων ὑπερσχὼν ὄλβον A.Pers.709 (troch.); σωφροσύνῃ πάντας ὑ. E.Hipp.1365 (anap.); πελταστικῷ εἰκὸς ὑ. τὴν ἡμετέραν δύναμιν X.HG6.1.9.
b c. gen., πάντων ὑ. μεγέθει καὶ ἀρετῇ Pl.Ti.24e, cf. Prm.150e, Grg.475c; ὑ. τῶν πολλῶν D.23.206, cf. Ep.Phil.2.3; ἁπάντων ὑπερέχουσι τῶν κακῶν Anaxil. 22.7 (troch.).
c abs., prevail, θεῶν ὑπερέσχε νόος Thgn.202; οἱ ὑπερσχόντες the more powerful, A.Pr.215; τῶν πόλεων αἱ ὑπερέχουσαι Isoc.4.95; οἱ ὑπερέχοντες those in authority, D.L.6.78, cf. Vett.Val. 61.30, al.; ἐπειδὰν ἡ θάλαττα ὑπέρσχῃ has prevailed, D.9.69; ἐν τοῖς πολεμίοις ὑ. excel in... Men.642; ἐνδέχεται.. μὴ τοσοῦτον ὑ. τῷ ποσῷ, ὅσον λείπεσθαι τῷ ποιῷ exceed so much... Arist.Pol.1296b23; ὑπὲρ ὧν πλειονάκι ἐντετευχυιῶν ὑπερέχων ἡμᾶς ἀπράκτους καθίστησι being too strong for us, Sammelb.4638.18 (ii B. C.); πᾶν κρύφιον οὐχ ὑπερεῖχε σέ was beyond thee (i.e. thy comprehension), Thd.Ez.28.3.
d Pass., to be outdone, ὑπό τινος Pl.Phd. 102c, 102d; τὴν δύναμιν τοῦ ὑπερέχειν καὶ ὑπερέχεσθαι Id.Prm.150d; κατὰ πλοῦτον ὑπερέχειν κατ' ἀρετὴν δ' ὑπερέχεσθαι Arist.Pol.1281a7, cf. Gal.15.805.
5 in Logic, have a wider extension, Arist.APo.99a24, cf. Rh.1363b8 (Act. and Pass.).
6 ἐπὶ τοῖς ὑπερέχουσι δανεῖσαι to lend on the security of excess value, of a second mortgage, SIG364.33 (Ephesus, iii B. C.).
III c. gen. rei, rise above, be able to bear, τῆς ἀντλίας Ar.Pax17; τῶν ἀναλωμάτων D.S.4.80 (v.l. for ὑπερεῖδον).
IV have over, ὑπερέχει he has in hand, PCair.Zen.292.498, cf. 790.25 (iii B. C.); ὑπερέξομεν πρὸς τὸ διὰ χερός ib.355.93 (iii B. C.).—Cf. ὑπερίσχω.

German (Pape)

[Seite 1195] (s. ἔχω), ep. ὑπειρέχω, 1) in die Höhe über Etwas halten, τί τινος; σπλάγχνα δ' ἄρ' ἀμπείραντες ὑπείρεχον Ἡφαίστοιο, Il. 2, 426, sie hielten sie über das Feuer; bes. zum Schutz darüber halten, τινί, αὐτῷ ὑπείρεχε χεῖρας Ἀπόλλων, 5, 433; αἴ κ' ὔμμιν ὑπέρσχῃ χεῖρα Κρονίων, 4, 249; Od. 14, 184; seltener c. gen., μάλα γὰρ ἕθεν εὐρύοπα Ζεὺς χεῖρα ἑὴν ὑπερέσχε, Il. 9, 420. 687. 24, 374; Theogn. 755; πόλεος ἵν' ὑπερέχοιεν ἀλκάν, Aesch. Spt. 197; τινὸς σκιάδειον, Ar. Av. 1508; τὰς χεῖράς τινος, Pol. 15, 31, 11; ἑαυτὸν τοῦ κλύδωνος, Luc. Tox. 19. – 2) intrans., hervorragen, -stehen; absolut, Her. 5, 92, 6. 7, 10, 5; Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, Il. 3, 210, an oder mit den Schultern; ὄμμ' ὑπερσχὸν ἴτυος, Eur. Phoen. 1393; – von Sternen, aufgehen, εὖτ' ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος, Od. 13, 93, u. so im ep. aor. ὑπερέσχεθεν αἴης Il. 11, 735. – 3) darüber sein, überlegen sein, übertreffen; Theogn. 202; τινός, darüber hervorragen, τῆς θαλάσσης, Thuc. 7, 25; ὃ (ὕδωρ) μόλις ὑπερέχοντες ἐπεραιώθησαν, 3, 23; σκεύη παντοδαπὰ ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου, Plat. Rep. VII, 514 b; vgl. Xen. Cyr. 7, 5, 8 An. 3, 5, 7; Sp.; auch τινά, ὦ βροτῶν πάντων ὑπερσχὼν ὄλβον εὐτυχεῖ πότμῳ, Aesch. Pers. 695; ὁ σωφροσύνῃ πάντας ὑπερέχων, Eur. Hipp. 1365; πάντων ἓν ὑπερέχει μεγέθει καὶ ἀρετῇ, Plat. Tim. 24 d; ὃ ζῶον συνέσει ὑπερέχει τῶν ἄλλων, Menex. 237 d; u. pass., οὐδὲ ὑπὸ Φαίδωνος ὑπερέχεσθαι, Phaed. 102 c; Folgde; πλήθει, Pol. 2, 38, 3; οἱ ὑπερέχοντες, die Mächtigern, 28, 4, 9; so absolut sagt auch Dem. 9, 69 ἐπειδὰν ἡ θάλαττα ὑπέρσχῃ, μάταιοςσπουδή, oder = wenn das Meer über das Schiff geht; ἀναλωμάτων, die Kosten bestreiten, D. Sic. 4, 80.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερέξω, ao.2 ὑπερέσχον > sbj. ὑπέρσχω, opt. ὑπέρσχοιμι, inf. ὑπερσχεῖν, part. ὑπερσχών, etc.
I. tr. tenir au-dessus, tenir élevé sur : σπλάγχνα ὑπ. Ἡφαίστοιο IL tenir les entrailles au-dessus du feu ; χεῖράς τινι IL, χεῖρά τινος IL tenir les mains ou la main au-dessus de qqn pour le protéger;
II. intr. 1 se tenir au-dessus, s'élever au-dessus de, gén. ; τὰ ὑπερέχοντα HDT les parties dominantes ou saillantes ; particul. s'élever au-dessus de l'horizon, se lever en parl. d'un astre;
2 être au-dessus de (par la taille), surpasser, dominer : ὑπ. ὤμους IL surpasser qqn des épaules ; ὑπ. τινος surpasser, surmonter qch ; p. anal. τῶν πολεμίων ὑπ. τῷ κέρατι XÉN dépasser le flanc de l'ennemi avec l'aile d'une armée ; fig. l'emporter sur, être supérieur : τινί τινα surpasser en qch qqn ; ὑπερέχει λέγων LUC il excelle à parler ; abs. dominer, prévaloir ; Pass. ὑπὸ Φαίδωνος ὑπερέχεσθαι PLAT être surpassé par Phédon.
Étymologie: ὑπέρ, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερέχω: эп. ὑπερείχω
1 держать сверху: ὑ. τί τινος Hom., Arph., Arst.; держать что-л. над кем(чем)-л.; χεῖρά τινος и τινι ὑπερσχεῖν Hom. простереть над кем(чем)-л. руку, т. е. защитить кого(что)-л.; πόλεος ὑπερσχεῖν ἀλκάν Aesch. простереть (свою) мощь над городом, т. е. спасти город;
2 поднимать кверху (τὸ στόμα Arst.; ὀφρύν Anth.);
3 подниматься, возвышаться: ὄμμ᾽ ὑπερσχὸν ἴτυος Eur. глаз, глядящий поверх щита; ὑ. τοῦ τειχίου Plat. подниматься выше стены; ὑ. τῇς θαλάσσης Thuc. торчать над поверхностью моря; τὰ ὑπερέχοντα πάντα Her. все, что возвышается (над средним уровнем); τὸ ὑπερέχων Thuc. выступ; ὑ. τῷ κέρατι τῶν πολεμίων Xen. совершать фланговый охват противника;
4 восходить (ἠέλιος ὑπερέσχεθε γαίης Hom.);
5 превосходить, превышать (πάντα νοῦν NT): ὑ. τινά τινι Eur., Xen. и ὑ. τινός τινι Plat. превосходить кого-л. чем(в чем)-л.; κατά τι ὑπερέχεσθαι Arst. быть превзойденным (уступать) в чем-л.;
6 брать верх, отличаться, выдаваться (ἐν τοῖς πολέμοις Men.): οἱ ὑπερσχόντες Aesch. могущественные люди; οἱ ὑπερέχοντες Diog. L. влиятельные лица;
7 быть в состоянии вынести: ὑ. τινός Arph., Diod.; быть в состоянии выдержать что-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερέχω: Ἐπικ. ὑπειρέχω, Ἰλ., Θεόγν.· Ἐπικ. παρατ. ὑπείρεχον, Ἰλ.· ἀόρ. ὑπερέσχον, καὶ ἐν ποιητ. τύπῳ -έσχεθον, Ἰλ. Λ. 735, Ω. 374. Κρατῶν ὑπεράνω, σπλάγχνα... ὑπείρ χεν Ἡφαίστοιο, ἐκράτει ὑπεράνω τοῦ πυρός, Β. 426· τουτὶ λαβών μου τὸ σκιάδιον ὑπέρεχε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1508· ἡμῶν ὑπερεῖχε τὴν χύτραν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1176· ὑπερέχοντα τὸν αὐλὸν τῆς θαλάσσης, κρατοῦντα αὐτὸν ὑπὲρ τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10. 11. 2) ὑπ. χεῖρά (χεῖράς) τινος, κρατῶ τὴν χεῖρα ὑπεράνω τινὸς ὥστε νὰ προστατεύσω αὐτόν, μάλα γάρ ἔθεν εὐρύοπα Ζεὺς χεῖρα ἐὴν ὑπερέσχε Ἰλ. Ι. 420, 687· τις... ἐμεῖο θεῶν ὑπερέσχεθε χεῖρα Ω. 374· Ζεὺς τῆσδε πόληος ὑπειρέχοι... χεῖρα Θέογν. 757· οὕτω πόλεος ἵν’ ὑπερέχοιεν ἀλκὰν Αἰσχύλ. Θήβ. 215, πρβλ. Ἀποσπ. 196. 7· - ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., οἱ... ὑπείρεχε χεῖρας Ἀπόλλων Ἰλ. Ε. 433· αἴ κ’ ὔμμιν ὑπέρσχῃ χεῖρα Κρονίων Δ. 249, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 184. 3) ἔχω ὑπεράνω τινός, ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, εἶχε τοὺς ὤμους του ὑπεράνω τῶν λοιπῶν, δηλ. ὑπερέβαινε τοὺς λοιποὺς κατὰ τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς ὤμους, Ἰλ. Γ. 210 (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2)· κρατῶ ὑψηλά, ὑπ. τὸ ῥύγχος, ὅπως ἀναπνέῃ, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8, 12, 6, πρβλ. 6. 12, 4., 8, 15, 7 κ. ἀλλ.· ὑπ. ὀφρύν, ὑψώνω, Ἀνθ. Παλατ. 5. 299. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ὑπεράνω, ἐξέχω, ὑψοῦμαι ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα, εὖτ’ ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος Ὀδ. Ν. 93 αὐτῆς [Αἰγύπτου] οὐδὲν ὑπερέχον, οὐδὲν μέρος αὐτῆς ἦτο ὑπὲρ τὸ ὕδωρ, Ἡρόδ. 2. 4· τὸ κέρας τὸ ἕτερον ἢ καὶ ἀμφότερα ὑπερέχοντα, ἐξέχοντα ὑπεράνω τοῦ ἐδάφους, αὐτόθι 41· - μετὰ γεν., ὑπερέσχεθε γαίης, ἠγέρθη ὑπεράνω τῆς γῆς, 735· ἴτυος ὄμμ’ ὑπερσχὸν Εὐρ. Φοίν. 1384· [σταυροὺς] οὐχ ὑπερέχοντας τῆς θαλάσσης Θουκ. 7. 25· σκεύη ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου Πλάτ. Πολ. 514Β, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 5, 7, κλπ. 2) ἐξέχω πρὸς τὰ ἄνω, εἶμαι ὑπέροχος ἢ ἐξέχων, ὅκως τινὰ ἴδοι τῶν ἀσταχύων ὑπερέχοντα Ἡρόδ. 5. 92. 6, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 17· φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα πάντα κολούειν Ἡρόδ. 7. 10, 5, πρβλ. Ξεν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 17· - τὸ ὑπερέχον, ὑπερβολή, Ἀρχ. Ἀριθμ. 3) ἐν στρατιωτικῇ φράσει ὑπερφαλαγγῶ, κυκλῶ, περικυκλώνω τῶν πολεμίων ὑπ. τῷ κέρατι Ξεν. Ἑλλ. 4. 2. 18, πρβλ. Θουκ. 3. 107. 4) ἐν μεταφορ. σημασ. συνάπτεται αἰτατικῇ, ἥτις πράγματι ἀνήκει εἰς τὴν πρόθ. ὑπέρ, εἶμαι ἀνώτερος τῶν ἄλλων, ἐξέχω, ὑπερτερῶ, μετ’ αἰτ., βροτῶν πάντων ὑπερσχὼν ὄλβον (ἂν μὴ τὸ ὄλβον ληφθῇ ὡς = κατ’ ὄλβον) Αἰσχύλ. Πέρσ. 7. 9· σωφροσύνῃ πάντας ὑπ. Εὐρ. Ἱππ. 1365· πελταστικῷ ὑπ. τὴν ὑμετέραν δύναμιν Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 9. β) μετὰ γεν., πάντων ὑπ. μεγέθει καὶ ἀρετῇ Πλάτ. Τίμ. 24Ε, πρβλ. Παρμ. 15?Ε, Γοργ. 475C· ὑπ. τῶν πολλῶν Δημ. 689. 10· αὗται δ’ ἁπάντων ὑπερέχουσι τῶν κακῶν Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 7. γ) ἀπολ., ὑπερισχύω, θεῶν ὑπερέσχε νόος Θέογν. 202· οἱ ὑπερσχόντες, οἱ ἰσχυρότεροι, Αἰσχύλ. Πρ. 213· τῶν πόλεων αἱ ὑπερέχουσαι Ἰσοκρ. 60C· εὰν ἡ θάλαττα ὑπέρσχῃ, φανῇ παρὰ πολὺ ἰσχυρά, Δημ. 128. 25· ἐν τοῖς πολεμίοις ὑπ., ἐξέχω, εἶμαι ὑπέρτερος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 96· τοσοῦτον ὑπ. τῷ ποσῷ, ὅσον λείπεται τῷ ποιῷ, ὑπερτερεῖ κατὰ τοσοῦτον…, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 12, 2. δ) Παθ., ὑπερτεροῦμαι, ὑπὸ Φαίδωνος ὑπερέχεσθαι Πλάτ. Φαίδων 102C καὶ D τὴν δύναμιν τοῦ ὑπερέχειν καὶ ὑπερέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Παρμεν. 150D· κατὰ πλοῦτον ὑπερέχειν, κατ’ ἀρετὴν δ’ ὑπερέχεσθαι Ἀριστοτ. Πολιτικ. 3, 9, 15, πρβλ. 3. 12, 4· οἱ ὑπερέχοντες, οἱ ὄντες ἐν ἀξιώματι, Διογ. Λαέρτ. 6. 78. 5) ἐν τῇ Λογικῇ, ἔχω μείζονα ἔκτασιν, πλείονα περιλαμβάνω, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 17, 4, πρβλ. Ρητ. 1. 7, 2. ΙΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., ἀντέχω, δύναμαι νὰ ὑποφέρω, τῆς ἀντλίας Ἀριστοφ. Εἰρ. 17· τῶν ἀναλωμάτων Διόδ. 4. 80. IV. ὑπερβαίνω, διαβαίνω, μετ’ αἰτ. τόπου, Θουκ. 3. 23 - πρβλ. ὑπερίσχω.

English (Autenrieth)

aor. 2 ὑπερέσχε, ὑπερέσχεθε, subj. ὑπέρσχῃ: trans., hold over or above; τινός τι, Il. 2.426; for protection, χεῖράς τινι or τινός, Δ 2, Il. 9.420; intrans., overtop, Il. 3.210; of the sun and stars, rise, Il. 11.735, Od. 13.93.

Spanish

estar por encima

English (Strong)

from ὑπέρ and ἔχω; to hold oneself above, i.e. (figuratively) to excel; participle (as adjective, or neuter as noun) superior, superiority: better, excellency, higher, pass, supreme.

English (Thayer)

from Homer down;
1. transitive, to have or hold over one (as τήν χεῖρα, of a protector, with a genitive of the person protected; so in Greek writings from Homer down; Josephus, Antiquities 6,2, 2).
2. intransitive, to stand out, rise above, overtop (so properly, first in Homer Iliad 3,210); metaphorically,
a. to be above, be superior in rank, authority, power: βασιλεῖ ὡς ὑπεχοντι (A. V. as supreme), ἐξουσία ὑπερεχουσαι, of magistrates (A. V. higher powers), οἱ ὑπερεχοντες, substantively, the prominent men, rulers, Polybius 28,4, 9; 30,4, 17; of kings, Sap 6:6).
b. to excel, to be superior: τίνος, better than (cf. Buttmann, § 132,22), Xenophon, venta 1,11; Plato, Menex., p. 237d.; Demosthenes, p. 689,10; Diodorus 17,77); to surpass: τινα or τί (cf. Buttmann, § 130,4), τό ὑπερέχον, a substantive, the excellency, surpassing worth (cf. Winer's Grammar, § 34,2), Philippians 3:8.

Greek Monolingual

ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α
είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῖ πότμῳ», Αισχύλ.)
αρχ.
1. κρατώ κάτι ψηλά
2. στρ. κυκλώνω
3. περνώ πάνω από έναν τόπο
4. μπορώ να υπομείνω, να υποφέρω κάτι («τῇ δαψιλείᾳ τῆς εὐπορίας ὑπερεῖχον τῶν ἀναλωμάτων», Διόδ.)
5. επικρατώ, επιβάλλομαι («θεῶν ὑπερέσχε νόος», Θέογν.)
6. (λογ.) (για έννοια) έχω μεγαλύτερο πλάτος
7. (αμτβ.) α) εξέχω
β) υψώνομαι και, ιδίως για αστέρα, υψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα
γ) υψώνομαι πάνω από τη γη, πάνω από το έδαφος
8. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπερέχον- μαθημ. η υπερβολή
9. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ὑπερέχοντες·αυτοί που κατέχουν ανώτατα αξιώματα
10. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) οἱ ὑπερεσχόντες
οι ισχυρότεροι, οι επικρατέστεροι
11. φρ. «ὐπερέχω χεῖρά [ή χεῖράς] τινος» — προστατεύω κάποιον (Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ὑπερέχω: Επικ. ὑπειρ-έχω· Επικ. παρατ. ὑπείρ-εχον, αόρ. βʹ ὑπερ-έσχον, ποιητ. -έσχεθον·
I. 1. κρατώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, τί τινος, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· ὑπερέχω χεῖρά τινος, κρατώ το χέρι πάνω από κάποιον, έτσι ώστε να τον προστατεύσω, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.· επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.
2. έχω ή κρατώ ψηλά, ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, είχε τους ευρείς, φραδείς ώμους του πάνω από τους υπόλοιπους, δηλ. τους ξεπερνούσε στο κεφάλι και στους ώμους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. αμτβ., είμαι υπεράνω, υψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, σε Ομήρ. Οδ.· είμαι επάνω από το νερό ή το έδαφος, σε Ηρόδ.· με γεν., ὑπερέσχεθε γαίης, υψώθηκε επάνω από, δέσποσε στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· (σταυροὺς) οὐχ ὑπερέχοντας τῆς θαλάσσης, σε Θουκ. κ.λπ.·
2. σε στρατιωτική φράση, υπερφαλλαγίζω, περικυκλώνω, με γεν., σε Ξεν.
3. μεταφ., δεσπόζω, εξέχω, υπερτερώ, με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.
4. απόλ., υπερισχύω, δεσπόζω των υπολοίπων, προεξέχω, σε Ηρόδ., Ξεν.· επικρατώ, οἱὑπερσχόντες, οι ισχυρότεροι, σε Αισχύλ.· ἐὰν ἡ θάλασσα ὑπέρσχῃ, φανεί πάρα πολύ ισχυρή, σε Δημ.
III. με γεν. πράγμ., αντέχω, μπορώ να υποφέρω, σε Αριστ.
IV. με αιτ., υπερβαίνω, υπερπηδώ, ξεπερνώ, βγαίνω νικητής, διασχίζω, σε Θουκ.

Middle Liddell

epic ὑπειρ-έχω epic imperf. ὑπείρ-εχον aor2 ὑπερ-έσχον poet. -έσχεθον
I. to hold one thing over another, τί τινος Il., Ar.; ὑπ. χεῖρά τινος to hold the hand over him, so as to protect, Il., Theogn.; also c. dat. pers., Hom.
2. to have or hold above, ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους he had his broad shoulders above the rest, i. e. over-topped them by the head and shoulders, Il.
II. intr. to be above, rise above the horizon, Od.: to be above water or the ground, Hdt.;—c. gen., ὑπερέσχεθε γαίης rose above, overlooked the earth, Il.; [σταυροὺς] οὐχ ὑπερέχοντας τῆς θαλάσσης Thuc., etc.
2. in military phrase, to outflank, c. gen., Xen.
3. metaph. to overtop, exceed, outdo, c. acc., Aesch., Eur.:—also c. gen., Plat., etc.
4. absol. to overtop the rest, be prominent, Hdt., Xen.: to prevail, οἱ ὑπερσχόντες the more powerful, Aesch.; ἐὰν ἡ θάλαττα ὑπέρσχῃ to be too powerful, Dem.
III. c. gen. rei, to rise above, Ar.
IV. c. acc. to get over, cross, Thuc.

Chinese

原文音譯:Øperšcw 虛胚而-誒何
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在上-有 相當於: (אָמֵץ‎) (גָּדַל‎) (עָדַף‎)
字義溯源:自持高超,強於,要優越,超過,超越,優越,在上;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(5);羅(1);腓(3);彼前(1)
譯字彙編
1) 在上的(1) 彼前2:13;
2) 超過(1) 腓4:7;
3) 超越(1) 腓3:8;
4) 強於(1) 腓2:3;
5) 在上(1) 羅13:1

Léxico de magia

estar por encima ref. a la divinidad suprema Αὐτὸς γὰρ ὁ Αἰὼν Αἰώνος, ὁ μόνος καὶ ὑπερέχων, ἀθεώρητος διαπορεύεται τὸν τόπον pues El, el Eón de Eón, el único y que está por encima, recorre invisible el lugar P XIII 330