ὑπαπροσθίδιος

English (LSJ)

ὑπαπροσθίδιον, former, earlier, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.).

Greek Monolingual

-ον, Α προσθίδιος
1. προηγούμενος, προγενέστερος
2. πρώτος, αρχικός.