προσθίδιος
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
α, ον, poet. for πρόσθιος, Nonn. D. 1.316.
German (Pape)
[Seite 766] poet. = πρόσθιος, Nonn. D. 1, 316.
Greek (Liddell-Scott)
προσθίδιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νόνν. Δ. 1. 316· καὶ πόδα προσθίδιον νότιόν τε θοοῖο λαγωοῦ Ποιητ. παρὰ Φαβρικ. 4. 105 ἔκδ. Harles.
Greek Monolingual
και προστίζιος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) πρόσθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος)].