ὑπασπιστήρ

English (LSJ)

ὑπασπιστῆρος, ὁ, shield-bearing, ὄχλος A.Supp.182.

German (Pape)

[Seite 1184] ῆρος, ὁ, = Folgdm, ὄχλος, schwerbewaffnet, Aesch. Suppl. 179.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
υπασπιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπασπίζω + κατάλ. -τήρ].

Russian (Dvoretsky)

ὑπασπιστήρ: ῆρος adj. m щитоносный, вооруженный щитом (ὄχλος Eur.).

English (Woodhouse)

attendant, squire, attendant on a knight