ὑπεκτροφή

English (LSJ)

ἡ, upbringing of a succession, εἰς ὑ. πάτρας v.l. (ap.Gal.Protr.10) for εἰς ὑπερβολὴν πατρός in E.Fr.282.6.

German (Pape)

[Seite 1186] ἡ, die allmälige Ernährung von klein auf, das Auferziehen, Eur. fr. Autolyc. 6.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η από την παιδική ηλικία ανατροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκτροφή «ανατροφή»].