ὑπερπέταμαι

English (LSJ)

= ὑπερπέτομαι, AP5.258 (Paul. Sil.), 7.546, 12.249 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1200] dep. med., = ὑπερπέτομαι, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπέταμαι: Anth. = ὑπερπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπέταμαι: ὑπερπέτομαι, Ἀνθ. Π. 5. 259., 7. 546., 12. 249.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) (αποθ.) βλ. ὑπερπέτομαι.

Greek Monotonic

ὑπερπέταμαι: αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], και σε Ενεργ. τύπο -έπτην, Δωρ. -έπτᾱν = ὑπερπέτομαι, σε Σοφ.

Middle Liddell

aor2 -επτάμην and in act. form -έπτην doric -έπτᾱν = ὑπερπέτομαι, Soph.]