ὑπερπράξιον

English (LSJ)

τό, over-exaction, extortion, CIG2712.7 (Mylasa).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπράξιον: τό, ὑπερβολικὴ φορολογία, Σύλλ. Ἐπιγρ. 2712. 7.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υπέρμετρη και άνομη φορολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πράξις «είσπραξη χρηματικών ποσών» + κατάλ. -ιον].