ὑπερσοφιστής

English (LSJ)

ὑπερσοφιστοῦ, ὁ, arch-sophist, Phryn.Com.69.

German (Pape)

[Seite 1201] ὁ, der Überweise, Phrynich. com. bei Ath. II, 44 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερσοφιστής: -οῦ, ὁ, ἀρχισοφιστής, πλέον ἢ σοφιστής, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α σοφιστής
ο πρώτος μεταξύ τών σοφιστών, ἀρχισοφιστής.