ὑπερώϊος

English (LSJ)

η, ον, v. ὑπερῷος.

German (Pape)

[Seite 1205] s. ὑπερῷος.

French (Bailly abrégé)

v. ὑπερῷος.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερώιος, -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α
νεοελλ.
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερώα (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια απόφυση» γ. «υπερώια πτυχή»)
2. φρ. «υπερώιο ιστίο»
ανατ. η μαλακή υπερώα
αρχ.
ο ὑπερῴος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. < υπερώα, ενώ με την αρχ. σημ. είναι παρλλ. του ὑπερῷος].

Russian (Dvoretsky)

ὑπερώϊος: Hom. = ὑπερῷος.