ὑποδέκτης

English (LSJ)

ὑποδέκτου, ὁ, receiver, steward, a financial official, = καταπομπός, τῶν κελευσθέντων ἀπαιτηθῆναι PLips.ap. Wilcken Chr.43 intr. (iv A. D.); ἐσθῆτος, οἴνου, Stud.Pal.20.87.1, 91.1 (iv A. D.): abs., POxy.136.15 (vi A. D.), PLond.5.1667.1 (vi A. D.), Just.Nov.163.2, etc.

German (Pape)

[Seite 1214] ὁ, Aufnehmer, Annehmer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδέκτης: -ου, ὁ, ὁ ὑποδεχόμενος ἢ παραδεχόμενος, μετανοούντων ὑποδέκτα Ἀνώνυμ. εἰς Ἀνδρ. Κρήτ. λόγον εἰς τὴν Ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ 147. ΙΙ. ὁ δεχόμενος, παραλαμβάνων χρήματα, εἰσπράκτωρ. ταμιακῶν χρημάτων ἢ βασιλικῶν, Ἀθαν. τ, 1, σ. 861, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 239, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ ὑποδέχομαι
ταμίας, αρμόδιος για την παραλαβή τών χρημάτων του δημόσιου ταμείου
αρχ.
ο ὑποδοχεύς, αυτός που υποδέχεται ή φιλοξενεί κάποιον.