παραλαβή
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
η παραλαμβάνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραλαμβάνω, το να παραλαμβάνει κανείς κάτι (α. «παραλαβή δέματος» β. «παραλαβή εμπορευμάτων»)
2. συνεκδ. το μέρος όπου κανείς παραλαμβάνει κάτι («είναι στην παραλαβή» — είναι τοποθετημένος στο τμήμα δημόσιου ή ιδιωτικού καταστήματος όπου παραλαμβάνονται τα εισερχόμενα έγγραφα ή πράγματα ή απ' όπου παραλαμβάνουν οι πελάτες τα αντικείμενα που αγόρασαν)
3. φρ. «φορτώθηκαν εις παραλαβήν σας» — στάλθηκαν με φορτωτική στο όνομά σας.