ὑποδεικτέος

English (LSJ)

α, ον,
A to be pointed out, Id.3.36.5.
II ὑποδεικτέον, one must point out, indicate, Sor.1.53, S.E. M.7.167, Aët.9.38.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ὑποδείκνυμι, ὑποδεικνύω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδεικτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ ὑποδείξῃ, Πολύβ. 3. 36, 5. ΙΙ. ὑποδεικτέον, πρέπει τις νὰ ὑποδείξῃ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 167.

Greek Monotonic

ὑποδεικτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποδειχθεί, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ὑποδεικτέος, η, ον, verb. adj. from ὑποδείκνῡμι]
to be traced out, Polyb.