ὑποδείκνυμι
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
and ὑποδεικνύω (v. infr.),
A show, indicate, οὔτοι.. πάντα θεοὶ θνητοῖσ' ὑπέδειξαν Xenoph.18.1; πολλοῖσι ὑποδέξας (Ion. aor.) ὄλβον ὁ θεός having given a glimpse of happiness, Hdt.1.32; ἄλλο τι τῶν χρησίμων ὑ. show any other good symptom, Hp.Coac.483; ὑποδεικνύεις μὲν ἦθος ἀστεῖον Nicom.Com.1.1; ὑ. ἐλπίδας Plb.2.70.7, etc.; τὰς χώρας ὑποδείκνυμεν we indicate, cite the passages, Phld.Rh.1.98 S.; ὑ. τινὰ τοῖς ἀνδράσι introduce, Plu.2.710c.
2 abs., indicate one's will, intimate, οἱ θεοὶ οὕτως ὑποδεικνύουσι X.Mem.4.3.13, cf. An. 5.7.12; warn, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν; Ev.Matt.3.7.
3 lay an information, τῷ βασιλεῖ περί τινος LXX To.1.19; ὑποδέδειχέν σε τὰ σύμβολα ἀπεστράφθαι he has reported that... BGU1755.4 (i B. C.): c. acc., report, σοι τὴν τῆς οἰκίας σου διάθεσιν ib.1881.3 (i B. C.): also ὑπόδειξον αὐτῷ ὅτι ἀναβαίνω PSI9.1079.5 (i B. C.):—Pass., to be brought to the notice of a court, produced in evidence, PTeb.27.78 (ii B. C.), etc.
II show by tracing out, mark out, διώρυχας Hdt.1.189; Ὅμηρος καὶ τὰ τῆς κωμῳδίας σχήματα.. ὑπέδειξε Arist.Po.1448b37, cf. Rh.1404b25, Ath.41.2: abs., set a pattern or example, τοῦ διδασκάλου πονηρῶς τι ὑποδεικνύοντος X.Oec.12.18; οὐχ οἷόν τε μὴ καλῶς ὑποδεικνύντος καλῶς μιμεῖσθαι unless some one sets a good example, Arist. Oec. 1345a9.
2 generally, teach, indicate, ὑ. αὐτοῖς οἵους εἶναι χρὴ.. Isoc.3.57, cf. 5.111, Ep.2.11; ὡς ἔμπροσθεν ὑπεδείξαμεν Sor.1.16, cf. 54, al., Ael.Tact.28.1.
3 make a show of, pretend to, ἀρετήν Th. 4.86, cf. Plb.2.47.10.
German (Pape)
[Seite 1214] (s. δείκνυμι), 1) unter der Hand, unvermerkt oder heimlich zeigen, versteckt andeuten, Her. 1, 189, zu verstehen geben; ἔσται οἷον ὑποδείκνυσι Xen. An. 5, 7, 12; ὑποδεικνύουσι Mem. 4, 3, 14. – 2) vorzeigen, ὄλβον, Her. 1, 32; anzeigen, durch Beispiele zeigen, Thuc. 4, 86; οἵους χρὴ εἶναι Isocr. 3, 57; ὑπέδειξε τοῖς νεωτέροις, δι' ὧν 5, 27; Pol. u. a. Sp. – Intrans., sich zeigen, darstellen, wobei man ἑαυτόν od. τὴν ἔμφασιν ergänzt, was Pol. 2, 17, 10 auch damit vrbdt; 2, 39, 2 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
1 montrer, faire entrevoir : τινί τι qch à qqn;
2 offrir en exemple, présenter comme modèle, acc.;
3 montrer indirectement, suggérer, enseigner;
Moy. ὑποδείκνυμαι montrer secrètement, acc..
Étymologie: ὑπό, δείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδείκνυμι: и ὑποδεικνύω (ион. part. aor. ὑποδέξας)
1 тж. med. показывать мельком или вскользь (τί τινι Her.): καλὰς ἐλπίδας ὑποδείξας ἐν αὑτῷ πᾶσι τοῖς Ἓλλησι Polyb. подававший всем грекам прекрасные надежды; ὑποδεῖξαί τινά (τί) τινι Plut. познакомить кого с кем(чем)-л.;
2 намечать (διώρυχας Her.; τὰ σχήματά τινος Arst.);
3 подавать пример: καλῶς ὑ. Xen. служить хорошим примером;
4 выставлять напоказ (ἀρετήν Thuc.; τὴν ἐναντίαν ἔμφασιν Polyb.);
5 давать указание, указывать: ὑποδεῖξαί τινι, πρὸς ὃν χρὴ πολεμεῖν Isocr. указать кому-л., с кем нужно воевать; ὑποδεικτέος ἂν εἴη τρόπος Polyb. следовало бы указать способ;
6 показываться, обнаруживаться (οἱ θεοὶ οὕτως ὑποδεικνύουσιν Xen.): ὁ εἰ ἔπεισι καὶ ἔσται, οἷον ὑποδείκνυσιν Xen. если это будет продолжаться и останется таким, каким представляется (уже теперь).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδείκνῡμι: καὶ -δεικνύω· μέλλ. -δείξω, Ἰωνικ. -δέξω. Δεικνύω κρυφίως, τὴν διὰ τοῦ οὔρεος ἀτραπόν... Φωκέες ὑποδεξάμενοι Ἡρόδ. 7. 217· πολλοΐσι ὑποδέξας ὄλβον ὁ θεός, δείξας μικράν τινα ἀκτῖνα εὐτυχίας, ὁ αὐτ. 1. 32· ὑπ. ἄλλο τι τῶν χρησίμων, δεικνύω ἄλλο τι καλὸν σύμπτωμα, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 196 ὑποδεικνύεις μὲν ἦθος ἀστεῖον Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1, 1· ὑπ. ἐλπίδας Πολύβ. 2. 70, 7, κλπ.· ὑπ. τινὰ τοῖς ἀνδράσι, εἰσάγω, Πλούτ. 2. 710C. 2) ἀπολ., δηλῶ τὴν θέλησίν μου, φανερώνω, οἱ θεοὶ οὕτως ὑποδεικνύουσι Ξεν.· Ἀπομν. 4. 3, 13, πρβλ. Ἀνάβ. 5. 7, 12. ΙΙ. δεικνύω χαράττων, σημειώνω τὸ μέρος εἰς τὸ ὁποῖον πρέπει να γίνῃ τι, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξαι διώρυχας ὀγδώκοντα καὶ ἑκατὸν παρ’ ἑκάτερον τὸ χεῖλος, ἐμέτρησε διὰ σχοινίων καὶ ἔβαλε σημεῖα εἰς ἑκάτερον χεῖλος τοῦ ποταμοῦ διὰ 180 διώρυχας, Ἡρόδ. 1. 189· Ὅμηρος καὶ τὰ τῆς κωμῳδίας σχήματα... ὑπέδειξε Ἀριστ. Ποιητ. 4, 12, πρβλ. Ρητορ. 3. 2, 5· ἀπολ., προβάλλω ὑπόδειγμα, παράδειγμα, τοῦ διδασκάλου πονηρῶς τι ὑποδεικνύοντος Ξεν. Οἰκ. 12, 18· οὐχ. οἷόν τε μὴ καλῶς ὑποδεικνύοντος καλῶς μιμεῖσθαι, ἂν μή τις δώσῃ καλὸν παράδειγμα, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 5. 2) καθόλου, διδάσκω ἐμμέσως, δι’ ὑποδείξεων καὶ ὑπαινιγμῶν, ὑπ. τινὶ οἵους εἶναι χρή... Ἰσοκρ. 38D, πρβλ. 104Ε, 409Α· σπανίως μετ’ ἀπαρεμφ., τίς ὑπ. ὑμῖν φυγεῖν; Εὐαγγ. κ. Ματθ. γ΄, 7, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 2. 1. 3) προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἀρετὴν Θουκ. 4. 86, πρβλ. Πολύδ. 2. 47, 10.
English (Strong)
from ὑπό and δεικνύω; to exhibit under the eyes, i.e. (figuratively) to exemplify (instruct, admonish): show, (fore-)warn.
English (Thayer)
future ὑποδείξω; 1st aorist ὑπέδειξα; from Herodotus and Thucydides down; the Sept. several times for הִגִּיד;
1. properly, to show by placing under (i. e. before) the eyes: ὑπέδειξεν αὐτοῖς τόν πλοῦτον αὐτοῦ, ὑπό in this compound the force of 'privily'; but cf. Fritzsche on Matthew, p. 126).
2. to show by words and arguments, i. e. to teach (for הורָה, A. V. frequently, to warn): τίνι, followed by an infinitive of the thing, τίνι, followed by indirect discourse, ὅτι, to allow i. e. make known (future things), followed by indirect discourse Acts 9:16.
Greek Monotonic
ὑποδείκνῡμι: και -ύω· μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω·
I. 1. δείχνω μυστικά, κρυφά, σε Ηρόδ.· ὑποδέξας ὄλβον, έχοντας δώσει μία μικρή ακτίνα ευτυχίας, στον ίδ.· ὑποδείκνυμι ἀρετήν, κάνω επίδειξη αρετής, σε Θουκ.
2. απόλ., φανερώνω, δηλώνω την θέλησή μου, σε Ξεν.
II. υποδεικνύω, δείχνω χαράζοντας, σημειώνω το μέρος στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, σε Ηρόδ.· απόλ., θέτω υπόδειγμα, πρότυπο, σε Ξεν.
2. γενικά, διδάσκω εμμέσως ή μέσω ενδείξεως και υπαινιγμών, σε Ισοκρ.· με απαρ., σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
-ύω fut. -δείξω ionic -δέξω
I. to show secretly, Hdt.; ὑποδέξας ὄλβον having given a glimpse of happiness, Hdt.; ὑπ. ἀρετήν to make a show of virtue, Thuc.
2. absol. to indicate one's will, Xen.
II. to show by tracing out, mark out, Hdt.: absol. to set a pattern, Xen.
2. generally, to teach indirectly or by indication, Isocr.; c. inf., NTest.
Chinese
原文音譯:Øpode⋯knumi 虛坡-得克匿米
詞類次數:動詞(6)
原文字根:在下-顯示 相當於: (נָסַס)
字義溯源:以實例施教,指出,指示,作榜樣,警告,告訴,宣布;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(δείκνυμι / δεικνύω)*=顯示)組成。參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(6);太(1);路(3);徒(2)
譯字彙編:
1) 指示(2) 太3:7; 路3:7;
2) 我⋯作榜樣(1) 徒20:35;
3) 要指示(1) 徒9:16;
4) 我要指示(1) 路12:5;
5) 我要告訴(1) 路6:47
Lexicon Thucydideum
ostendere, to show, 1.77.6, [vulgo commonly ἀπεδ.]. 4.86.5.
Translations
teach
Abkhaz: арҵара; Afrikaans: leer, onderrig; Alabama: aabachi; Albanian: mësoj; Arabic: عَلَّمَ; Egyptian Arabic: درس; Moroccan Arabic: قرا, علم; Armenian: սովորեցնել, ուսուցանել, դաս տալ, վարժեցնել; Aromanian: nvetsu, anvetsu; Assamese: শিকোৱা, পঢ়োৱা; Asturian: enseñar; Avar: малъизе; Azerbaijani: öyrətmək; Basque: irakatsi; Belarusian: вучыць, выкладаць; Bengali: শেখান; Bikol Central: tukdo; Bulgarian: уча, уча, обучавам; Burmese: သင်, ပညာပေး; Buryat: һургаха; Catalan: ensenyar; Chechen: хьеха; Cherokee: ᏕᎨᏲᎲᏍᎦ; Chichewa: -phunzitsa; Chinese Cantonese: 教; Dungan: җё; Mandarin: 教, 教授; Min Dong: 教; Min Nan: 教; Wu: 教; Cornish: dyski, deski; Czech: učit; Danish: undervise, lære; Dutch: aanleren, leren, onderwijzen, lesgeven; Elfdalian: lära; Esperanto: instrui, lernigi; Estonian: õpetama; Evenki: алагу-; Faroese: læra, undirvísa; Finnish: opettaa; French: apprendre, enseigner; Friulian: insegnâ; Galician: ensinar, aprender, deprender; Georgian: სწავლა, სწავლება; German: lehren, beibringen; Gothic: 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽, 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: διδάσκω; Ancient Greek: ἀναγεννάω, ἀναδιδάσκω, ἀναπηγάζω, ἀναστέλλω, ἀποπαιδαγωγέω, δαῆναι, δαίσκω, δάσκω, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, διαδιδάσκω, διαπαιδαγωγέω, διδασκαλεῖν, διδασκαλεύω, διδασκαλέω, διδασκαλῶ, διδάσκω, δίδωμι, εἰσάγω, ἐκδείκνυμι, ἐκδιδάσκω, ἐκμελετάω, ἐκμουσόω, ἐκπαιδαγωγέω, ἐκπαιδεύω, ἐκφέρω, ἐνδιδάσκω, ἐξάρχω, ἐσσάρχω, καθηγέομαι, καθηγοῦμαι, μαθητεύω, μυέω, παιδεύω, παραδίδωμι, προβιβάζω, σπουδάζω, ὑποδείκνυμι, φρενόω, φρενῶ; Greenlandic: ilinniartitsivoq; Guaraní: mbo'e; Hawaiian: aʻo; Hebrew: לימד \ לִמֵּד; Hindi: सिखाना, शिक्षा देना, पढ़ाना; Hinukh: молъа; Hittite: 𒀭𒈾𒉡𒍣; Hungarian: tanít, megtanít, oktat; Icelandic: kenna; Ido: instruktar; Indonesian: ajar, mengajar, mengajari; Interlingua: inseniar; Irish: múin, teagasc; Old Irish: for·cain, do·inchoisc; Istriot: insignà; Italian: insegnare; Japanese: 教える; Javanese: mulang muruk; Kabuverdianu: iduka; Kannada: ಕಲಿಸು; Kazakh: оқыту, сабақ беру; Khmer: បង្រៀន; Korean: 가르치다; Kurdish Central Kurdish: وتنەوە; Northern Kurdish: fêr kirin; Kyrgyz: окут-, үйрөтүү, сабак берүү; Lao: ສອນ; Latin: doceo, instruo, addoceo; Latvian: mācīt; Lithuanian: mokyti; Lü: ᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷus, ʔugʷusəd, ʔugʷucid; Luxembourgish: léieren; Macedonian: учи; Malay: mengajar; Malayalam: പഠിപ്പിക്കുക, അഭ്യസിപ്പിക്കുക, ശിക്ഷണം നൽകുക; Maltese: għallem; Manx: ynsee; Mongolian Cyrillic: заах, сургах; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠬᠤ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠬᠤ; Nanai: алоси-; Neapolitan: 'mparà; Nepali: सिकाउनु; Norman: apprendre, ensîngni; Northern Sami: oahpahit; Norwegian: undervise, lære; Occitan: ensenhar; Odia: ଶିକ୍ଷା ଦେବା; Old Church Slavonic Cyrillic: оучити; Old East Slavic: учити, ꙋчити; Old English: lǣran, tǣċan; Old Norse: kenna; Oromo: barsiisuu; Ossetian: ахуыр кӕнын, амонын; Persian: یاد دادن درس دادن, آموزاندن; Polish: uczyć, nauczyć; Portuguese: ensinar; Quechua: yachachiy; Rapa Nui: haka'ite; Romanian: învăța; Romansch: instruir, docir, mussar; Russian: преподавать, учить, научить, обучать, обучить; Sanskrit: उपदिशति, शास्ति; Scottish Gaelic: teagaisg, foghlaim; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀чити; Roman: ùčiti; Sicilian: nzignari, nsignari; Slovak: učiť; Slovene: učiti; Sorbian Lower Sorbian: wucyś; Upper Sorbian: wučić; Spanish: enseñar; Swahili: kufundisha; Swedish: lära, lära ut; Sylheti: ꠢꠤꠇꠣꠘꠤ, ꠙꠠꠣꠘꠤ; Tajik: ёд додан, омӯзонидан, омӯхтан, таълим додан; Tamil: கற்பி; Telugu: బోధించు, నేర్పు; Thai: สอน; Tibetan: སློབ་པ, སློབ་ཁྲིད་བྱེད་པ; Tocharian B: ākl-; Turkish: öğretmek, ders vermek; Turkmen: okatmak, öwretmek; Tuvan: өөредир, өөредип каар; Ugaritic: 𐎍𐎎𐎄; Ukrainian: вчити, навчити, викладати; Urdu: سکھانا, پڑھانا; Uyghur: ئوقۇتماق; Uzbek: oʻrgatmoq, oʻqitmoq, saboq bermoq, dars bermoq; Venetian: insegnar; Vietnamese: dạy, dạy học, dạy bảo, dạy dỗ; Volapük: tidön; Walloon: acsegnî, scoler; Welsh: athrawiaethu; White Yakut: үөрэт; Yiddish: לערנען; Yucatec Maya: kaʼans; Zazaki: cı musnaene, musnayen, mısnayen; Zhuang: son