ὑποδμηθείς

Greek Monotonic

ὑποδμηθείς: Παθ. μτχ. αορ. αʹ του ὑπο-δαμνάω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδμηθείς: HH, Hes., Anth. part. aor. к ὑποδάμνημι.