δαμνάω

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαμνάω Medium diacritics: δαμνάω Low diacritics: δαμνάω Capitals: ΔΑΜΝΑΩ
Transliteration A: damnáō Transliteration B: damnaō Transliteration C: damnao Beta Code: damna/w

English (LSJ)

= δαμάζω, Hom. only in 3sg. pres. δαμνᾷ Od.11.221: impf. ἐδάμνα Il.21.52, Sapph.Supp.1.12; δάμνα Il.16.103, al.; Ion. δάμνασκε h.Ven.251: 2sg. pres. δαμνᾷς Thgn.1388 (s.v.l.); imper. δάμνα Sapph.1.3. (These forms may belong orig.to δάμναμι, Aeol. for sq.; Hsch. also gives pres. δάμνει and fut. δαμνήσει.)

English (Autenrieth)

ipf. (ἐ)δάμνᾶ, fut. δαμᾷ, δαμάᾷ, δαμόωσι, aor. ἐδάμα(ς)σα, pass. δάμναμαι, 2 sing. δαμνᾷ, pass. aor. 1 ἐδμήθην, imp. δμηθήτω, part. δμηθείς, also ἐδαμάσθην, δαμνάσθη, aor. 2 ἐδάμην, δάμη, 3 pl. δάμεν, subj. δαμείω, δαμήῃς, -ήῃ, -ήετε, opt. δαμείη, 3 pl. -εῖεν, inf. -ῆναι, -ήμεναι, part. -είς, perf. δεδμήμεσθα, part. δεδμημένος, plup. δεδμήμην, δέδμητο, δέδμηντο, δεδμήατο, mid. aor. (ἐ)δαμασσάμην, subj. δαμάσσεται, etc.: tame, subdue, mid., for oneself; of taming, ‘breaking’ animals, Il. 17.77, Od. 4.637 (cf. ἱπποδάμος); subjecting as a wife, Il. 18.432, Il. 3.301 (cf. δάμαρ); and, generally, of ‘reducing to subjection,’ ‘overcoming,’ in war or otherwise, ‘laying low’ in battle; of things as well as of persons, τὸν δ' οὐ βέλος ὠκὺ δάμασσεν, Il. 5.106, 391; met., ἔρος θῦμόν, Il. 14.316, etc.; pass. freq. in all the above relations.

Spanish (DGE)

• Morfología: med. pres. imperat. 2a sg. δάμναο Maiist.80; las formas de impf. 3a sg. ἐδάμνᾱ Il.5.391, 14.439, IEphesos 2101.3 (I d.C.), Q.S.3.85, 5.582, δάμνᾱ Il.16.103, iter. δάμνασκε h.Ven.251, pueden proceder de un pres. eol. δάμνᾱμι; para temas de fut., aor. y perf. v. δάμνημι
someter, dominar, doblegar χαλεπὸς δὲ ἕ δεσμὸς ἐδάμνα Il.5.391, βέλος δ' ἔτι θυμὸν ἐδάμνα Il.14.439, cf. 21.52, del fuego ἀλλὰ τὰ μέν τε πυρὸς κρατερὸν μένος αἰθομένοιο δαμνᾷ mas esto lo consume el ímpetu poderoso del abrasador fuego, Od.11.221, del miedo, A.R.1.464, με ... νοῦσος ἐδάμνα IEphesos l.c., de divinidades δάμνα μιν Ζηνός τε νόος καὶ Τρῶες ἀγαυοί le doblegaban la voluntad de Zeus y los arrogantes troyanos, Il.16.103, θεοῦ δέ μιν ἰὸς ἐδάμνα Q.S.3.148, cf. Hes.Fr.204.138, Q.S.ll.cc., πάντας ... ἐμὸν δάμνασκε νόημα (habla Afrodita) h.Ven.l.c., cf. Il.14.199, Thgn.1388
en v. med. mismo sent. σὺ δὲ μηκέτι δάμναο θυμόν Maiist.l.c.

German (Pape)

[Seite 522] nur praes. u. impf., Nebenform von δάμνημι, δαμάω, δαμάζω; Homer nur activ.: δαμνᾷ Odyss 11, 221; ἐδάμνα Iliad. 5, 391. 14, 459. 21, 52. 270; δάμνα Iliad. 16, 103. – Theogn. 1388 u. sp D., Ap. Rh. 1, 464; δάμνασκε H. h. Ven. 252.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμνάω = δάμνημι Hom. en poët.; alleen praes. en imperf., ep. imperf. act. 3 sing. (ἐ)δάμνα, iter. δάμνασκε, med. 3 sing. δάμνατο temmen, overweldigen.

French (Bailly abrégé)

δαμνῶ :
c. δαμάζω.

Russian (Dvoretsky)

δαμνάω: и δάμνημι Hom., HH, Hes., Trag., Arph. = δαμάζω.

Greek (Liddell-Scott)

δαμνάω: δαμάζω, Ὅμ. μόνον ἐν τῷ γʹ ἑνικῷ προσ. δαμνᾷ Ὀδ. Λ. 220· παρατ. ἐδάμνα Φ. 52, κτλ., ἢ δάμνα Ἰλ. Π. 103, Ὀδ. Λ. 220· Ἰων. δάμνασκε Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 252· ἀλλὰ βʹ ἑν. τοῦ ἐνεστ. δαμνᾷς Θέογν. 1388· προστ. δάμνα Σαπφὼ 1. 3.

Greek Monolingual

δαμνάω (Α)
δαμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαμνάω απαντά στον Όμηρο στο γ' εν. ενεστ. δαμνᾴ (λ, 221) και πρτ. εδάμνᾱ (Φ, 52), καθώς και δαμνά (Ξ, 199), β' εν. μέσης φωνής < δάμνα(σ) αι, με συναίρεση. Οι μεμονωμένοι αυτοί θεματικοί τ. προέρχονται πιθ. από μεταπλασμό του ρ. δάμνᾱ(μι), αιολ. τ. του δάμνημι.

Greek Monotonic

δαμνάω: = δαμάζω, σε Όμηρ.· μόνο στο γʹ ενικ. ενεστ. και παρατ. δάμνᾳ, ἐδάμνα ή δάμνα· Ιων. δάμνασκε, σε Ομηρ. Ύμν.· βʹ ενικ. ενεστ. δαμνᾷς, σε Θέογν.